- λααρχία
- λᾱαρχ-ία, ἡ,A division of native μάχιμοι, settled in cleruchies, PTeb.61 (a).112, 62.258, al.(ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λααρχία — λααρχία, ἡ (Α) [λαάρχης] στρατιωτικό σώμα από πεζούς και ιππείς, το οποίο συστάθηκε πιθανώς επί Πτολεμαίου Β Ευεργέτου … Dictionary of Greek